- Ἀριστόνοος
- Ἀριστόνοοςmasc nom sgἈριστόνουνmasc nom sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀριστόνοος — excellent in wisdom masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αριστόνους ή Αριστόνοος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σικελός από τη Γέλα (τέλη 7ου – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Μαζί με τον Πυστίλο, ίδρυσε τον Ακράγαντα. 2. Λαρισαίος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Μαζί με τον Πολυμήδη τον έστειλαν επικεφαλής θεσσαλικού στρατού για να ενισχύσει… … Dictionary of Greek
ἀριστόνουν — ἀριστόνοος excellent in wisdom masc/fem acc sg ἀριστόνοος excellent in wisdom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστόνους — ἀριστόνοος excellent in wisdom masc/fem nom pl ἀριστόνοος excellent in wisdom masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστονόοιο — Ἀριστόνοος masc gen sg (epic) Ἀριστόνουν masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστονόοιο — ἀριστόνοος excellent in wisdom masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστονόου — Ἀριστόνοος masc gen sg Ἀριστόνουν masc gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστονόου — ἀριστόνοος excellent in wisdom masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστονόους — Ἀριστόνοος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστονόους — ἀριστόνοος excellent in wisdom masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)